ερυσιβώ

ερυσιβώ
(I)
ἐρυσιβῶ, -άω (AM) [ερυσίβη]
πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.).
————————
(II)
ἐρυσιβῶ, -όω (AM) [ερυσίβη]
1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.)
2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι
προσβάλλομαι από ερυσίβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”